- πλάνης
- -ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν(ως ουσ. και ως επίθ.)1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ.β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ' οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους περῶντες», Ευρ.)2. φρ. α) «πλάνητες αστέρες» — οι πλανήτεςβ) «πλάνητες πυρετοί» — πυρετοί που εμφανίζονται σε άτακτους, ακανόνιστους παροξυσμούςνεοελλ.φρ. «πλάνητες λίθοι»(γεωμορφ.) θραύσματα πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν από τους παγετώνες και αποτέθηκαν ασύμφωνα προς τη στρώση τών πετρωμάτων τού υποβάθρουαρχ.μτφ. αυτός που πλανιέται, που κάνει λάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. κέλ-ης, πέν-ης)].
Dictionary of Greek. 2013.